παραλογητό

παραλογητό
και παραλοητό, το
παραλογισμός, ανοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραλογώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. παραμιλητό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραλογητό — το ανοησία, παραλογισμός, απαράδεχτα λαθεμένη σκέψη: Άρχισε πάλι τα παραλογητά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλογία — η, ΝΜΑ, παραλογιά Ν [παράλογος] νεοελλ. παραλογητό, ανοησία μσν. αρχ. γραμμ. ψευδής, εσφαλμένος σχηματισμός («ἐπενοήθη συναίρεσις πρὸς ἀποφυγὴν παραλογίας», Ευστ.) αρχ. φρ. «μετὰ παραλογίας» παράλογα, ανόητα …   Dictionary of Greek

  • παραλογιά — η βλ. παραλογητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”